Εισαγωγή
Μελετώντας πολλά χρόνια πίσω, για το χωριό Βορόκληνη, ανακαλύπτουμε βαθιά τις ρίζες της αρχαίας λαϊκής και παραδοσιακής μας τέχνης. Θα δούμε και θα αναλύσουμε πιο κάτω, αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό που λέγεται παραδοσιακή λαϊκή τέχνη, σε διάφορα επαγγέλματα, αλλά και μέσα από τα υπέροχα παραδοσιακά κατασκευάσματά τους.
Η βούφα
Η Βούφα στην Βορόκληνη τα παλιά χρόνια
Η βούφα είναι το αρχαίο λαϊκό ξύλινο ντόπιας κατασκευής μηχάνημα, για να υφαίνουν τα υφαντά τους. Χρησιμοποιήθηκε σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Κύπρου μας, σε πολύ μεγάλη έκταση σε διάφορες εποχές. Σήμερα χρησιμοποιείται ακόμη σε μερικά χωριά, αλλά πολύ περιορισμένα. Το μηχάνημα αυτό της υφαντικής λέγεται και αρκαστήριν, από το ρήμα εργάζομαι, αφού η ύφανση ήταν μια από τις βασικότερες εργασίες των γυναικών στα σπίτια.
Για να δούμε παρακάτω τον τρόπο ύφανσης, που είναι παρόμοιος στους παραδοσιακούς αργαλειούς σε πολλές περιοχές:
Τέσσερις κάθετοι ξύλινοι στύλοι στερεώνονται στο έδαφος, σε σχήμα παραλληλόγραμμο. Άλλα δυο κυλινδρικά ξύλα, τοποθετούνται στο μπροστινό μέρος (αντίν) και στο πίσω μέρος (πισάντιν). Τα δύο κυλινδρικά ξύλα γυρίζουν και στο ένα τυλίγονται οι μακριές κλωστές του μελλοντικού υφαντού (το λεγόμενο στημόνι), ενώ στο άλλο τυλίγεται το τελειωμένο ύφασμα) Οι κλωστές του στημονιού περνούν μια μια από τα μιτάρκα (κάθετα τοποθετημένα νήματα) και από τα δόντια ενός ξύλινου χτενιού, ξεκινώντας από το πισάντιν και καταλήγοντας στο αντίν. Τα μιτάρκα ανεβοκατεβαίνουν με τη βοήθεια ενός απλού μηχανισμού που τίθεται σε κίνηση με πατήδκια, που ο χειρισμός τους γίνεται με τα πόδια. Μαζί με τα μιτάρκα ανεβοκατεβαίνουν ανάλογα και οι κλωστές. Με το πάτημα του ενός πατηδκιού, κατεβαίνουν προς τα κάτω οι μισές κλωστές, έτσι ώστε δημιουργούν ένα κενό μεταξύ του συνόλου των κλωστών. Από το κενό αυτό η υφάντρα περνά κατά πλάτος το υφάδι (νήμα τυλιγμένο σε σαΐτα που λέγεται μακούτζιν). Πατώντας το δεύτερο πατήδι, οι άλλες μισές κλωστές κατεβαίνουν, ενώ οι πρώτες μισές υψώνονται. Έτσι οι κλωστές σταυρώνονται μεταξύ τους και με το νήμα του μακουτζιού. Για να στερεωθεί καλύτερα το κάθε ένα υφάδι, η υφάντρα το χτυπά με το χτένι, που κινείται μπροστά και πίσω.
Έτσι συνεχίζεται η ύφανση, και οι κλωστές συνεχώς ξετυλίγονται από το πισάντιν, για να υφανθούν και να τυλιχθούν σαν υφαντό πια στο αντίν. Η ποικιλία και η εναλλαγή των χρωμάτων στα υφαντά επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση διαφορετικών χρωμάτων κλωστών στο υφάδι. Προς τούτο, η υφάντρα έχει κοντά της πολλά μακούτζια που το καθένα φέρει νήμα διαφορετικού χρώματος. Σύμφωνα προς το σχέδιο ύφανσης που ακολουθεί, και τη δική της αισθητική αντίληψη, χρησιμοποιεί εναλλάξ διάφορα μακούτζια με διάφορα χρώματα, ώστε να πετυχαίνει το χρωματισμό της αρεσκείας της.
Καλαθοπλεχτική
Τα ζεμπίλια και οι συρίζες
Τα μαλακά καλάθια τύπου των ζεμπιλιών και των συρίζων, κατασκευάζονταν στις περιοχές όπου υπήρχαν πολλά φθαρτά, αφού με αυτά γινόταν η μεταφορά στις αγορές των πόλεων. Αποτελείτο από δυο μεγάλα στόμια, ένα σε κάθε πλευρά, για να χωράει τις κοφίνες. Ήταν καμωμένη από μπλεγμένα «σκλινίτζια» ή άλλο παρόμοιο υλικό. Όπως το σαμάρι έτσι και η συρίζα ετοποθετείτο πάνω από το στρατούρι.
Οι πρώτες ύλες
Σαν πρώτη ύλη χρησιμοποιούσαν κυρίως το φλούδιν (Τypha). Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, κατά τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν με εξ ίσου καλά αποτελέσματα τα σκλινίτζια, άλλως βρούλλοι (Juncus maritimus) (τα οποία χρησιμοποιούνταν και για την κατασκευή ψαθιών), το σαμάτζιν (Erianthus Ravennae), οι βελονιές και τα φύλλα φοινικιών.
Ο Θ.Χ. Κάνθος αναφέρει ότι, κατά τα παλιά χρόνια, οι συριζάδες, περνούσαν ένα μήνα στις ελώδεις περιοχές της Λάρνακας και της Αλυκής, ως επίσης στο Καλό Χωριό, τα Λιβάδια και την Βορόκληνη, για να μαζέψουν τις ποσότητες φλουδιού που χρειάζονταν για το πλέξιμο συρίζων καθ’ όλη την διάρκεια του έτους. Στη συνέχεια μετέφεραν το φλούδιν στα χωριά τους, με καμήλες και βουάμαξα.
Πλέξιμο
Η εργασία άρχιζε με το μαλάκωμα των ινών του φλουδιού και αυτό γινόταν με τρίψιμο ενός κοκάλου πάνω στα στενά και μακριά φύλλα του. Το πλέξιμο άρχιζε με την κατασκευή μακριών διπλών βρουλλιών (πλεξούδων), που ονομάζονταν κουφάδες (φίδια). Επρόκειτο για ζωνάρια που στρίβονταν και αφού τοποθετούνταν στο έδαφος, ράβονταν με χοντρή ξύλινη βελόνα, ή με σακοράφι (μεγάλη μεταλλική βελόνα με ελαφρώς κυρτή μύτη, με την οποία ράβονταν και τα σακιά). Ο τεχνίτης ένωνε με ραφίδι (σπάγκο) τις πρώτες σπείρες με βρουλιά, για να διαμορφώσει τον πάτο και στη συνέχεια πρόσθετε άλλες, μέχρι που έφτανε μέχρι τα χείλη του ζεμπιλιού ή της συρίζας.
Το ραφίδι ήταν και αυτό από στριμμένο φλούδιν. Οι ραφές γίνονταν με τρόπο που έγερναν οι κουφάδες του πλεκτού προς τα μέσα του κύκλου, για να σχηματιστεί ένα καλάθι.
Οι συρίζες ήταν δύο καλάθια ενωμένα μεταξύ τους, έτσι που πάνω στο σαμάρι του γαϊδουριού, έπεφτε ένα από τη μια και ένα από την άλλη μεριά. Από ένα ύψος και μετά, σταματούσε το ράψιμο της κουφής για να ενωθεί και να συνεχίσει με δεύτερο καλάθι. Το άνω μέρος και των δύο καλαθιών γινόταν με την ίδια κουφήν, για να μην υπάρχει περίπτωση διαχωρισμού των δύο καλαθιών λόγω βάρους, όταν θα ήταν πάνω στο γαϊδούρι. Με τις συρίζες συνήθως, μετέφεραν όλα τα είδη κηπευτικής στην αγορά. Ειδικές συρίζες πιο μικρού μεγέθους κατασκευάζονταν για την συγκομιδή και μεταφορά του αλατιού από την Αλυκή της Λάρνακας. Μερικοί Κύπριοι, συνέχισαν να χρησιμοποιούν τη συρίζα, λόγω της πρακτικότητας της και πάνω στις μοτοσυκλέτες, όταν το γαϊδούρι άρχισε να αντικαθιστάται από τα μηχανικά μέσα.
Τα ζεμπίλια γίνονταν κατά τον ίδιο τρόπο με κουφάδες και ραφίδια, αλλά μικρότερου πάχους, αφού επρόκειτο για πανέρια μικρότερου μεγέθους. Πάνω στην περιφέρεια του χείλους, στερεώνονταν με πλέξιμο δύο χειρολαβές, οι οποίες, όταν το ζεμπίλι κρεμόταν από το μπράτσο, υποχρέωναν τον κύκλο των χειλιών, να διπλώνεται στη μέση του και να κλείνει. Το ζεμπίλι ήταν το πανέρι της σποράς ή με κάποια καλύτερη περιποίηση, το πανέρι για τα ψώνια της αγοράς. Στα ζεμπίλια της σποράς συνήθως προσθέτονταν με πλέξιμο, μια ή δυο ζώνες από φύλλα φοινικιάς. Η πρακτικότητα του ζεμπιλιού στη μεταφορά του, με πέρασμα των χειρολαβών στο μπράτσο ή το τιμόνι του ποδηλάτου και της μοτοσυκλέτας, το κατέστησε πολύ δημοφιλές κατά τα παλιά χρόνια.
Ζεμπίλια ονομάζονταν επίσης και τα δικτυωτά σακιά μέσα στα οποία έμπαιναν οι αλεσμένες ελιές του μύλου, όταν θα περνούσαν από το πιεστήριο για την εξαγωγή του λαδιού. Ήταν αραιόπλεκτα δικτυωτά σακιά που παρουσίαζαν κατά διαστήματα στενώσεις, ούτως ώστε, να μπορούν να διπλώνονται σαν ακορντεόν, όταν θα συμπιέζονταν από την πρέσα.
Οι ψαθαρκές (οι ψάθες)
Οι ψαθαρκές που γίνονταν με καλάμια διέφεραν από εκείνες που γίνονταν με φλούδιν (τόνον και σαμάτζιν).
Για τις ψαθαρκές, οι οποίες ήταν σκληρές, τα καλάμια καθαρίζονταν και σχίζονταν με κοντό μαχαίρι ή σουγιά εις μήκος, για τη δημιουργία φτελλών (λωρίδων), όπως και στην περίπτωση της κατασκευής καλαθιών. Το πλέξιμο άρχιζε με το άπλωμα στο έδαφος, ενός αριθμού φτελλών σε παράλληλες γραμμές, οι οποίες θα αποτελούσαν τη βάση. Στη συνέχεια περνούνταν εναλλάξ φτέλλες με το χέρι (πάνω και από κάτω από τις φτέλλες της βάσης) μέχρις ότου η ψαθαρκά συμπληρωθεί.
Το πλέξιμο του μαλακού ψαθιού ήταν διαφορετικό από εκείνο της ψαθαρκάς. Αυτό γινόταν πάνω σε αργαλειό στοιχειώδους μορφής, ο οποίος ήταν ένα απλό οριζόντιο ξύλινο πλαίσιο, τοποθετημένο απευθείας πάνω στο έδαφος και μια μεγάλη σανίδα με τρύπες, που έπαιζε το ρόλο του χτενιού.
Τα πλεγμένα βρουλιά (οι πλεξούδες) από τόνο, που έπαιζαν το ρόλο της βάσης στο πλέξιμο, τεντώνονταν με τράβηγμα στη μια στενή μεριά του πλαισίου, αφού περνούσαν πρώτα από τις τρύπες του χτενιού. Κατά το πλέξιμο, τη θέση των κλωστών είχαν οι λεπτές φτέλλες καλαμιών, οι οποίες συμπιέζονταν, η μια πάνω στην άλλη, με κτυπήματα του κτενιού. Η γυναίκα, η οποία έπλεκε το ψαθί, εργαζόταν σκυφτή ή καθιστή προς τη μεριά, με το κομμάτι του ήδη πλεγμένου ψαθιού.
Οι ψάθες χρησιμοποιούνταν στο πέτσωμα της στέγης των σπιτιών πάνω από τα δοκάρια. Χρησιμοποιούνταν επίσης, ως αμπάρια για φύλαξη του σιταριού. Με ένα κομμάτι ψάθας σχημάτιζαν μεγάλο κύλινδρο διαμέτρου ενάμισι μέτρου περίπου, τον οποίο έκλειναν με ραφές στη μια πλευρά και τον πυθμένα για τον οποίο χρησιμοποιούσαν άλλο μικρό κομμάτι ψάθας. Το ψάθινο αυτό κατασκεύασμα, το τοποθετούσαν σε κάποια γωνιά του σπιτιού και αφού έμπαιναν μέσα, σοβάτιζαν όλο το εσωτερικό του, με δύο ή τρεις στρώσεις γύψου, ή πηλού από ασπρόχωμα, για να μην μπορεί το σιτάρι να περνά από τις χαραμάδες των καλαμιών. Τοιουτοτρόπως εμποδιζόταν επίσης η κλοπή από τα μυρμήγκια.
Άλλα είδη καλαθοπλεκτικής
Στην τέχνη της καλαθοπλεκτικής, ανήκει επίσης η κατασκευή με σκλινίτζια των ταλαρκών (σωληνοειδών φίλτρων για την αποστράγγιση των τυριών), η κατασκευή τσέστων (αβαθών πανεριών ή δίσκων) με στελέχη δημητριακών και η κατασκευή σκαρκών (ψαροπαγίδων) με βέργες μερσινιάς (μύρτου). Σε ό,τι αφορά τις τελευταίες, οι τεχνίτες άρχιζαν το πλέξιμο με μικρό στεφάνι, πάνω στο οποίο πλέκονταν μαστόροι. Γυρίζοντας το σύνολο ανάποδα, η σκαρκά έπαιρνε σφαιρικό σχήμα. Στη συνέχεια, το πλέξιμο συνέχιζε με ολόγυρη φορά, μέχρις ότου η σκαρκά τελειώσει. Ακολούθως, τοποθετούνταν από πάνω τρεις πέτρες για να συμπιεστεί και το σφαιρικό σχήμα της, να αποκτήσει διόγκωση προς την περιφέρεια
Παραγωγή Μεταξιού
Παραγωγή μεταξιού στη Βορόκληνη
Οι πλείστες γεωργικές και άλλες φτωχές οικογένειες, στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τα εισοδήματα τους, ή τουλάχιστον να περιορίσουν τα έξοδά τους αγοράζοντας μεταξωτό ύφασμα, επεδίδοντο στην εκτροφή μεταξοσκώληκα.
Η όλη εργασία, άρχιζε με την αγορά ενός ή δύο κουτιών σπόρων μεταξοσκώληκα. Τα κουτάκια είχαν πολλές τρύπες, ίσως με καρφίτσες, για να υπάρχει αερισμός. Στην κατάλληλη εποχή, τα κουτάκια τα έβαζαν στον κόρφο τους οι γυναίκες μέρα και νύχτα, για να βρίσκονται σε θερμοκρασία του σώματος για μια – δυο μέρες και έτσι να επιτευχθεί η εκκόλαψη. Αμέσως μετά, έβαζαν τα σκουληκάκια σ’ ένα μικρό μέρος και τα έτρεφαν με τρυφερά φύλλα της άγριας συκαμιάς. Όσο μεγάλωναν, μεγάλωναν και το χώρο τους, μέχρι που έφθαναν στην ψαθαρκά που ήταν καμωμένη από καλάμια, που είχε διαστάσεις ενάμισι επί τρία μέτρα περίπου. Τις ψαθαρκιές τις έδεναν με τρόπο που να κρέμονται από την οροφή τρεις – τέσσερις στο κάθε κρέμασμα, από κάτω μέχρι πάνω με διάστημα η μια από την άλλη 40-50 πόντους. Μέχρι που οι μεταξοσκώληκες έφθαναν το πλήρες μέγεθος, οι ψαθαρκιές γέμιζαν. Όταν τα σκουληκάκια μεγάλωναν και το στόμα τους δυνάμωνε αρκετά, τότε αντί φύλλα της άγριας συκαμιάς, τα έτρεφαν με φύλλα της ήμερης συκαμιάς που ήσαν πιο μεγάλα και πιο χοντρά. Το «καματερό» όπως λέγονταν οι μεταξοσκώληκες, νήστευε κατά τα διαστήματα δηλ. σταματούσε να τρώει και σήκωνε πάνω τη κεφαλή του, μέχρις ότου αποβάλει το δέρμα του, οπότε με το νέο δέρμα μεγάλωνε το σώμα και άρχιζε πάλι να τρώει.
Η τελευταία του νηστεία ήταν για να προετοιμαστεί μέσα του και να μεταστρέψει το φαγητό σε μετάξι. Σ’ αυτό το στάδιο, το χρώμα του από πρασινωπό άλλαζε σε κιτρινωπό και τότε τοποθετούσαν γύρω από τις ψαθαρκιές «θρουμπί» (θυμάρι) ή άλλους αρωματικούς θάμνους, όπου πήγαινε για να «υφαίνει» το «κουκούλι» (βομβύκιον), βγάζοντας από το στόμα του λεπτή κλωστή. Όταν σε μερικές μέρες αυτή η ιεροτελεστία τέλειωνε, το σκουλήκι μετατρεπόταν σε νύμφη και το κουκούλι ήταν έτοιμο για το μεταξουργείο. Εάν καθυστερούσαν πολλές μέρες να το πάρουν, τότε η νύμφη μετατρεπόταν σε πεταλούδα, τρυπούσε το κουκούλι και έβγαινε καταστρέφοντάς το, αφού οι κλωστές του κόβονταν. Σε λίγο οι αρσενικές συναντούσαν τις θηλυκές και οι τελευταίες ύστερα από μερικές μέρες γεννούσαν αρκετά αυγά τα οποία θα εκκολάπτονταν σε μεταξοσκώληκες τον επόμενο χρόνο.
Προτού όμως πάμε στο μεταξουργείο, θα εξηγήσουμε ότι αυτά τα τρυπημένα κουκούλια δεν ήσαν άχρηστα. Τα επεξεργάζονταν οι γυναίκες με το αδράχτι, έφτιαχναν μια λεπτή κλωστή, με την οποία ύφαιναν τα «κουκουλάρικα» (μεταξωτό ύφασμα αλλά πιο χοντρό από το κανονικό μεταξωτό).
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε μια συνήθεια που υπήρχε, να γράφονται στις εφημερίδες διάφορα ψέματα (όχι Πρωταπριλιάτικα) κατά την εποχή της εκκόλαψης του «καματερού» για να υπάρξει επιτυχία σ’ όλα τα στάδια της εκτροφής.
Τα κανονικά κουκούλια μεταφέρονταν στο μεταξουργείο, το οποίο δεν ήταν μόνιμο, αλλά εποχιακό. Οι μεταξάδες ήταν πάντοτε κάποιας ηλικίας, βρακοφόροι, πολλοί πεπειραμένοι, γιατί η εργασία αυτή είναι πολύ λεπτή.
Το κάθε μεταξουργείο αποτελείτο από δύο συνεργεία για να έχουν μεγάλη απόδοση, και φυσικά δυο μεταξάδες. Για το καθένα υπήρχε ένα μεγάλο «χαρτζί» (λέβητας) κάτω από το οποίο άναβε συνεχώς φωτιά, για να διατηρεί το νερό σε κατάσταση κοχλασμού.
Σ’ αυτό το καυτό νερό έριχναν τα κουκούλια, τα οποία ο μεταξάς με μεγάλη τέχνη ανακάτευε με μια λεπτή ράβδο, άρπαζε με γρηγοράδα κάποιες κλωστές και τις έριχνε σ’ ένα κινούμενο καρούλι το οποίο μετέφερε την κλωστή σε μια «ανέμη». Τέτοια καρούλια ήταν τέσσερα – πέντε και ο μεταξάς κατόρθωνε να τα τροφοδοτεί όλα με χωριστές κλωστές που κατέληγαν όλα στην ανέμη, η οποία διαιρείτο σε 4-5 γραμμές, μια για κάθε καρούλι. Όταν γέμιζε η ανέμη, ο μεταξάς σταματούσε και έβγαζε από αυτήν κάθε γραμμή και την τύλιγε με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούσε να ανοίξει ως την ημέρα της ύφανσης. Όταν από τα κουκούλια ξετυλίγονταν όλες οι κλωστές μεταξιού, έμεναν οι νύμφες, πεθαμένες φυσικά, λόγω του καυτού νερού. Αυτές τις αφαιρούσαν με μια μεγάλη τρυπητή κουτάλα, για να ρίξουν και πάλι καινούργια κουκούλια. Τις νεκρές νύμφες τις έδιναν στις όρνιθες οι οποίες τις έτρωγαν με λαιμαργία, αλλά τα αυγά που γεννούσαν είχαν μια άσχημη μυρωδιά.
Παραδοσιακό Χαλλούμι
Παραδοσιακό χαλούμι στην Βορόκληνη
Η Κύπρος μας γενικά, χαρακτηρίζεται για την γνήσια λαϊκή παράδοσή της. Τόσο τα χειροποίητα κατασκευάσματα, όσο και τα σπιτίσια παραδοσιακά μας προϊόντα, κάνουν τον κάθε Κύπριο, όπου και αν βρίσκεται, να είναι περήφανος για την καταγωγή του.
Ιδιαίτερα θα ακούσεις για το παραδοσιακό σπιτίσιο χαλούμι της Κύπρου. Έτσι και κατά την παράδοσή μας, οι γυναίκες στην Βορόκληνη, με ζήλο και υπερηφάνεια έφτιαχναν και πωλούσαν ακόμα το γνήσιο χωριάτικο χαλούμι.
Πως το κατασκευάζουν
Το χαλλούμιν είναι παραδοσιακό γαλακτοκομικό προϊόν. Το χαλούμι, όπως και η αναρή, αντίθετα προς αρκετά άλλα τυριά, είναι άσπρου χρώματος. Δεν είναι γνωστό από πότε κατασκευάζεται στο χωριό, γιατί η τέχνη της κατασκευής του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ωστόσο και σήμερα εξακολουθεί ν΄ αποτελεί ένα από τα κύρια γαλακτοκομικά προϊόντα του χωριού.
Σε παλαιότερες εποχές το χαλλούμι και η αναρή, όπως και το γιαούρτι, κατασκευαζόταν από τους βοσκούς και τις οικοκυρές σε οικιακή βάση. Σήμερα λίγοι κατασκευάζουν ακόμη τα προϊόντα αυτά σε χωριά, αλλά είναι περιζήτητα και θεωρούνται γνήσια, γνωστά πλέον ως χωριάτικα προϊόντα και με αρκετά ψηλό κόστος στην τιμή τους.
Το γάλα των ζώων θερμαίνεται σε φωτιά και αφού προστεθεί σ’ αυτό ειδική πηκτική σκόνη (η λεγόμενη πηδκιά, που σε παλαιότερες εποχές προερχόταν από πολύ μικρό αρνάκι (στομάχι αρνιού ή χοίρου που έσφαζαν τα Χριστούγεννα), το αφήνουν να κρυώσει. Σύντομα το γάλα πήζει. Στη συνέχεια κόβεται σε κομμάτια και τοποθετείται σε ταλάριν (είδος μικρού καλαθιού πλεγμένου με σκλινίτζια, στελέχη υδροχαρών φυτών). Πιέζεται για να στραγγίσει και το υγρό που θα βγει μαζεύεται είναι ο λεγόμενος νορός.
(Ο νορός ξαναβράζεται, με προσθήκη κι άλλου γάλακτος. Ο νορός θα πήξει ξανά, οπότε δίνει την αναρή που είτε παραμένει ανάλατη, είτε της προστίθεται αλάτι και αποθηκεύεται αφού ξηρανθεί? η αναρή, για να παρθεί, πιέζεται πάλι στο ταλάριν, οπότε με το στράγγισμά της έχουμε και πάλι ποσότητα από νορόν, στον οποίο θα μπουν τα χαλούμια προκειμένου ν’ αποθηκευθούν και να διατηρηθούν).
Στο μεταξύ τα χαλούμια όταν στεγνώσουν, μετά τη διαδικασία στο ταλάριν, ρίχνονται στον νορόν που μένει μετά την παραγωγή της αναρής και ψήνονται με βράσιμο σε χαμηλή φωτιά, για μια περίπου ώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ψηθούν, ανεβαίνουν στην επιφάνεια του νορού μέσα στον οποίο βράζουν. Στη συνέχεια το κάθε κομμάτι χαλουμιού αλατίζεται. Προστίθεται επίσης ψιλοκομμένος δυόσμος. Ύστερα το κάθε κομμάτι διπλώνεται στα δυο και τοποθετείται για αποθήκευση σε γυάλινο δοχείο. Το δοχείο, όταν γεμίσει με χαλούμια, πληρώνεται με νορόν και κλείνεται.